ἀραξεῖ

ἀραξεῖ
ἀράσσω
smite
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀράσσω
smite
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀράζω
snarl
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀράζω
snarl
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀράζω
snarl
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀράζω
snarl
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαθόρμιστος — η, ο [καθορμίζω] (για πλοία) αυτός που δεν έχει εισέλθει ακόμη σε λιμάνι ή όρμο για να αράξει …   Dictionary of Greek

  • δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ισήρετμος — ἰσήρετμος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» κοντά σ αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”